κρυουλιάρης

κρυουλιάρης
-α, -ικο
αυτός που κρυώνει ή κρυολογεί εύκολα, ευαίσθητος στο ψύχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρύο και επίθημα -ουλιάρης, κατά τα ασπρουλ-ιάρης τρεμουλ-ιάρης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μαργωσάρης — άρα, άρικο αυτός που είναι ευπαθής, ευαίσθητος στο κρύο, κρυουλιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαργώνω (θ. μαργωσ ) + κατάλ. άρης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”